δοτός — granted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτά — δοτός granted neut nom/voc/acc pl δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc/acc dual δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτόν — δοτός granted masc acc sg δοτός granted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτοί — δοτός granted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῇ — δοτός granted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτή — δοτός granted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτήν — δοτός granted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
ημερόδοτος — ἡμερόδοτος, ον (Μ) αυτός που παρέχεται για μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δοτος (< δίδω μι), πρβλ. έκ δοτος, ετοιμο παρά δοτος] … Dictionary of Greek
θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… … Dictionary of Greek